ξινόγαλα — και ξινόγαλο, το 1. γαλακτοκομικό προϊόν, είδος γάλακτος που έχει υποστεί ζύμωση και έχει αποκτήσει υπόξινη γεύση 2. ξινισμένο γάλα … Dictionary of Greek
ξινογαλάς — ο [ξινόγαλα] 1. αυτός που παρασκευάζει και πωλεί το ξινόγαλα 2. (με υποτιμητική σημ.) άνθρωπος χωρίς τρόπους, άξεστος, αγροίκος … Dictionary of Greek
αϊράνι(ν) — το 1. όξινο υδατώδες υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου, ο ορός 2. ξινόγαλα αραιωμένο με νερό, γιαούρτι 3. ασβέστης αραιωμένος με νερό, γαλάκτωμα ασβέστη κατάλληλο για επίχριση 4. (μτφ. κυρίως για υφάσματα) καθετί λεπτό, ελαφρό … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
κουμίς — Ελάχιστα αλκοολούχο ποτό με υπόξινη γεύση, που παρασκευάζεται από τις νομαδικές φυλές της κεντρικής Ασίας με ζύμωση γάλακτος φοράδας, γαϊδουριού, καμήλας ή αγελάδας. Είναι γνωστό και ως υδρόγαλα ή οινόγαλα. Παρασκευάζεται, επίσης, σε πολλές χώρες … Dictionary of Greek
οξύγαλα — το (ΑΜ ὀξύγαλα) ξινό γάλα, ξινόγαλα νεοελλ. (κατ επέκτ.) το γιαούρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γάλα] … Dictionary of Greek