ξινόγαλα

ξινόγαλα
ξινόγαλα, το και ξινόγαλο, το
1. αυτό που μένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα, αλλ. αριάνι, το, ματάνι, το, μπινίτσα, η, κεφίρ, το.
2. (καταχρηστικά), η γιαούρτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξινόγαλα — και ξινόγαλο, το 1. γαλακτοκομικό προϊόν, είδος γάλακτος που έχει υποστεί ζύμωση και έχει αποκτήσει υπόξινη γεύση 2. ξινισμένο γάλα …   Dictionary of Greek

  • ξινογαλάς — ο [ξινόγαλα] 1. αυτός που παρασκευάζει και πωλεί το ξινόγαλα 2. (με υποτιμητική σημ.) άνθρωπος χωρίς τρόπους, άξεστος, αγροίκος …   Dictionary of Greek

  • αϊράνι(ν) — το 1. όξινο υδατώδες υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου, ο ορός 2. ξινόγαλα αραιωμένο με νερό, γιαούρτι 3. ασβέστης αραιωμένος με νερό, γαλάκτωμα ασβέστη κατάλληλο για επίχριση 4. (μτφ. κυρίως για υφάσματα) καθετί λεπτό, ελαφρό …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • κουμίς — Ελάχιστα αλκοολούχο ποτό με υπόξινη γεύση, που παρασκευάζεται από τις νομαδικές φυλές της κεντρικής Ασίας με ζύμωση γάλακτος φοράδας, γαϊδουριού, καμήλας ή αγελάδας. Είναι γνωστό και ως υδρόγαλα ή οινόγαλα. Παρασκευάζεται, επίσης, σε πολλές χώρες …   Dictionary of Greek

  • οξύγαλα — το (ΑΜ ὀξύγαλα) ξινό γάλα, ξινόγαλα νεοελλ. (κατ επέκτ.) το γιαούρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γάλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”